ψαρόνι

ψαρόνι
(sturnus vulgaris). Πτηνό της οικογένειας των Στουρνιδών, της εκτεταμένης και ετερογενούς υποτάξης των ωδικών. Έχει μήκος 20-24 εκ., από τα οποία 6 εκ. της ουράς, και μαυριδερό χρώμα με άσπρες βούλες. Ζει στην Ευρώπη και σε μεγάλο μέρος της Ασίας και το φθινόπωρο μεταναστεύει σε νοτιότερες περιοχές. Γεννά 4-6 αβγά. Επειδή έχει εύγευστο κρέας υφίσταται εντατικό κυνήγι. Όμοιο σχεδόν στη μορφή και στις συνήθειες είναι το είδος sturnus unicolor, που ζει στην Ιβηρική χερσόνησο, στα νησιά της Μεσογείου και στη βόρεια Αφρική. Το ψ. ονομάζεται και μαυροπούλι. Ψαρόνι ή μαυροπούλι (sturnus vulgaris).
* * *
το, Ν
ζωολ. γενική κοινή ονομασία τών στρουθιόμορφων πτηνών τής οικογένειας στουρνίδες, ιδίως τού ευρέως διαδεδομένου είδους Sturnus vulgaris τού γένους στούρνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ψάρος / ψάρ* + υποκορ. κατάλ. -όνι (πρβλ. γλάρος: γλαρ-όνι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ψαρόνι — το είδος πουλιού, ψαροπούλι, μαυροπούλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γκαραβέλι — και καραβέλι, το το πουλί ψαρόνι, Ψαρ ο κοινός …   Dictionary of Greek

  • μαυροπούλι — το ζωολ. κοινή ονομασία τού πτηνού Sturnus unicolor, συγγενικού με το ψαρόνι …   Dictionary of Greek

  • σποργίλος — ὁ, Α είδος πουλιού, πιθ. ο σπουργίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. σποργ ίλος / σπέργ ουλος συνδέονται με τ. τής Γερμανικής και Βαλτικής με σημ. «σπουργίτι» και φωνηεντισμό e, όπως αρχ. άνω γερμ. sperka, αρχ. πρωσ. spergla (και με διαφορετικό φωνηεντισμό… …   Dictionary of Greek

  • ψαρ — ψαρός, ο / ψάρ, ΝΑ, και ιων. τ. ψήρ, ψηρός, Α το πουλί ψαρόνι νεοελλ. παλαιότερη λόγια ονομασία τού γένους στρουθιόμορφων πτηνών στούρνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Όπως συμβαίνει και με άλλα ονόματα πτηνών, οι τ. μπορεί να συνδέονται, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • ψαρίδες — οι, Ν ζωολ. παλαιότερη, λόγια ονομασία τής οικογένειας στρουθιόμορφων πτηνών στουρνίδες, στην οποία ανήκει το γένος στούρνος, κν. γνωστό ως ψαρόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψαρ + κατάλ. ίδες*] …   Dictionary of Greek

  • μαυροπούλι — το ιού, το πουλί ψαρόνι, ο στούρνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”